- ξεφτώ
- βλ. ξεφτίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεφτώ — άω και ξεφτίζω και ξεφτύζω 1. (σχετικά με ενδύματα) χαλώ την ύφανση στην άκρη τού υφάσματος ώστε να μείνουν ξέφτια 2. φθείρομαι από την πολλή χρήση, αποκτώ ξεφτίδια 3. (για αντικείμενα) χάνω το επίχρισμά μου 4. χάνω την αξία μου, χρεωκοπώ,… … Dictionary of Greek
ξέφτι — και ξεφτίδι, το κλωστή, νήμα που κρέμεται από την άκρη φθαρμένου υφάσματος, ή ξεφτισμένο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφτώ (πρβλ. κολυμπώ: κολύμπι)] … Dictionary of Greek
ξεφτίζω — βλ. ξεφτώ … Dictionary of Greek
τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… … Dictionary of Greek
χνουδιάζω — Ν [χνούδι] 1. έχω ή αποκτώ χνούδι 2. (για ύφασμα) αρχίζω να ξεφτώ, να διαλύομαι σε λεπτές κλωστές … Dictionary of Greek
χνουδιάζω — χνούδιασα, χνουδιασμένος 1. σχηματίζω λεπτό τρίχωμα. 2. για υφάσματα, αρχίζω να ξεφτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)